- τριγωνοκεφαλία
- η, Νανατ. ανώμαλη διαμόρφωση τού κρανίου σε σχήμα τριγώνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephaly < tńgonocephalous (πρβλ. τριγωνοκέφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριγωνοκέφαλος — ο, Ν 1. αυτός που παρουσιάζει τριγωνοκεφαλία 2. ζωολ. γένος οφιδίων που περιλαμβάνει ιοβόλα φίδια τών οποίων το μήκος φθάνει μέχρι και 1,50 μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephalous < τρίγωνος + κέφαλος (< κεφαλή). Η λ.… … Dictionary of Greek